Με τον Νόμο 4800/2021 ( ΦΕΚ 81Α/21-5-2021) σε περίπτωση διαζυγίου ή ακύρωσης του γάμου ή διακοπής της συμβίωσης, καθιερώνεται η υποχρέωση συνεργασίας και σύμπραξης των γονέων στις αποφάσεις τους για την επιμέλεια, την διοίκηση της περιουσίας και την εκπροσώπηση των τέκνων τους ενώ θα προσδιορίζουν από κοινού τον τόπο κατοικίας αυτών.
Αν διαφωνούν, η προσφυγή στο αρμόδιο δικαστήριο είναι μονόδρομος οι επιλογές δε αυτού για την ανάθεση της άσκησης της γονικής μέριμνας (εκπροσώπηση, διαχείριση και επιμέλεια) των τέκνων γεννημένων σε γάμο είναι οι ακόλουθες τέσσερις:
α) να αναθέσει την άσκηση της γονικής μέριμνας σε ένα από τους γονείς,
β) να αναθέσει την άσκηση της γονικής μέριμνας και στους δυο γονείς από κοινού,
γ) να κατανείμει λειτουργικά ή χρονικά την άσκηση της γονικής μέριμνας μεταξύ των γονέων και
δ) να την αναθέσει σε τρίτον.
Στον ελληνικό Αστικό Κώδικα, προβλέπεται η χρονική κατανομή ή εναλλασσόμενη άσκηση όλων των εκφάνσεων της γονικής μέριμνας. Επιφυλάξεις διατυπώθηκαν από την ελληνική θεωρία ως προς τη σκοπιμότητα αυτής της ρύθμισης, καθόσον η παράλληλη ύπαρξη δύο κέντρων ζωής θεωρείται ότι δημιουργεί στο τέκνο έλλειψη σταθερότητας και ανασφάλειας, που αναστατώνουν και απορρυθμίζουν τη ζωή του παιδιού. Επιπλέον προβλέπεται ότι θα δημιουργηθούν συνεχείς εντάσεις και τριβές μεταξύ των γονέων, καθόσον η εναλλασσόμενη ανατροφή απαιτεί μια πραγματική συνεργασία μεταξύ τους στις επιλογές και στη διαχείριση του ανηλίκου κατά τρόπο παραγωγικό.
Στον διεθνή χώρο, υποστηρίζεται σθεναρά ότι με την εναλλασσόμενη κατοικία, κατοχυρώνεται μια καλύτερη ισορροπία ανάμεσα έπους γονείς, στη φροντίδα και ανατροφή των τέκνων, προσφέροντας στο ανήλικο τέκνο τη δυνατότητα να διαβιεί στην καθημερινή του ζωή τόσο με τον πατέρα όσο και τη μητέρα. Το παιδί έχει δύο λειτουργικά σπίτια, την πατρική και μητρική του κατοικία. Ενθαρρύνεται έτσι η ισόρροπη επαφή του παιδιού και με τους δύο γονείς. Επιπλέον σημειώνεται ότι η κοινωνία έχει αλλάξει, η γυναίκα λόγω της επαγγελματικής της απασχόλησης βρίσκεται πλέον σε δυσκολία να φροντίσει μόνη της τα τέκνα, ενώ η σχέση των πατέρων με τα τέκνα τους δεν είναι η ίδια με αυτή που επικρατούσε παλαιότερα. Επιπλέον έχει παρατηρηθεί ότι δύο σαββατοκύριακα εναλλάξ το μήνα, δεν επιτρέπουν στον γονέα που δεν διαμένει με το τέκνο να ασκήσει μια πραγματική επιρροή στην ανατροφή των τέκνων του. Η θεματική δεν πρέπει να περιοριστεί μόνο σε νομικό επίπεδο, αλλά πρέπει να συμπεριλάβει και τις επιστημονικές ανακαλύψεις στους τομείς της ιατρικής και της ψυχολογίας.
Επισημαίνεται ότι από τις νεότερες ιατρικές και ψυχολογικές έρευνες δεν προκύπτει κανένα αρνητικό αποτέλεσμα από την κοινή ανατροφή, που μοιράζεται ισομερώς μεταξύ δύο σπιτιών. Αντίθετα, η ύπαρξη της διπλής κατοικίας θεωρείται ευεργετική και απαραίτητη για την προστασία της ισόρροπης ανάπτυξης του παιδιού. Τα παιδιά που ζουν εναλλάξ και με τους δύο γονείς με ίση κατανομή του χρόνου, ανέφεραν υψηλότερα επίπεδα ικανοποίησης από τη ζωή τους από εκείνα που υπάγονται σεάλλη ρύθμιση για χωρισμένες οικογένειες.
Την αρχή της εναλλασσόμενης κατοικίας (shared residence) και μετά τη διάσταση, εισηγήθηκε και το Συμβούλιο της Ευρώπης με το υπ’ αρ. 2079/2.10.2015 ψήφισμά του, με το οποίο προσκάλεσε τα κράτη μέλη να την εισαγάγουν στη νομοθεσία τους, αποκλείοντας την εφαρμογή της σε περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας, κακοποίησης του παιδιού και αδιαφορίας, που δημιουργούν κινδύνους για τη σωματική και ψυχική υγεία του τέκνου. Αυτό το ψήφισμα, στηρίχθηκε σε μετά – ανάλυση πολυάριθμων διεθνών μελετών (Nielsen (2014), Shared physical custody: Summary of 40 studies on outcomes for children, Journal of Divorce & Remarriage, 55, 613- 635), που κατέδειξαν τα οφέλη από την εναλλασσόμενη κατοικία και τις αρνητικές επιπτώσεις που προέρχονται από την αποκλειστική επιμέλεια, στην οποία ο χρόνος συναναστροφής του παιδιού με το λιγότερο ευνοημένο γονέα είναι κάτω του 33%.
Περαιτέρω, ο χωρισμός δεν είναι καθ’ αυτός δείκτης της έλλειψης γονικής ικανότητας, και η υπαιτιότητα του ενός ή του άλλου γονέα για το διαζύγιο ή τη διακοπή της συμβίωσης δεν ασκεί επιρροή στην άσκηση της γονικής μέριμνας. Η καταλληλότητα του ενός γονέα να αναλάβει την άσκηση της επιμέλειας δεν αποτελεί ταυτόχρονα και ένδειξη ακαταλληλότητας του άλλου. Αμφότεροι κατά τεκμήριο οι γονείς είναι ικανοί στο γονεϊκό ρόλο και το ανήλικο έχει το δικαίωμα να διατηρεί μια ισορροπημένη σχέση και με τους δύο. Ιδανική λύση είναι η διατήρηση της συμμετοχής και η ενεργητική παρουσία και των δυο γονέων στην ανατροφή του παιδιού, γιατί το τελευταίο δεν χρειάζεται μόνο τον καλύτερο από αυτούς.
Εξάλλου σημαντικό κριτήριο για την εξειδίκευση του συμφέροντος του ανηλίκου αποτελεί η προσωπική του γνώμη, η αναζήτηση της οποίας εξαρτάται από την ωριμότητα αυτού, η οποία προϋποθέτει κάποια ηλικία και πρέπει να ζητείται και να συνεκτιμάται πριν από κάθε απόφαση σχετική με τη γονική μέριμνα (άρθρο 1511 § 3 ΑΚ), χωρίς όμως να είναι δεσμευτική. Ως ωριμότητα του τέκνου είναι η ικανότητα να αντιληφθεί το συμφέρον του. Η ηλικία από μόνη της δεν είναι ενδεικτική της ωριμότητας.Η γνώμη του ανηλίκου δεν αποτελεί ίδιο αποδεικτικό μέσο ούτε πρέπει να εξομοιώνεται με μαρτυρική κατάθεση και δεν έχει ως σκοπό την απόκτηση αποδεικτικών στοιχείων. Αντίθετα η ακρόαση πρέπει να αποσκοπεί στην ανάπτυξη από το παιδί, των σκέψεων, αισθημάτων, αναγκών και επιθυμιών του, που θα αποτελέσουν ένα οδηγό για την κρίση του δικαστηρίου και θα συνεκτιμηθούν με τα υπόλοιπα στοιχεία.
Η λύση ενός γάμου δεν θα πρέπει να συνεπάγεται και τη διάλυση μίας οικογένειας, όταν υπάρχουν τέκνα. Οι διαζευγμένοι γονείς, είναι κυρίαρχα γονείς και ο χωρισμός τους, ανεξαρτήτως υπαιτιότητας, δε θα πρέπει να στερεί από κανένα τη δυνατότητα άσκησης της επιμέλειας. Και οι δύο γονείς είναι, κατά τεκμήριο, ικανοί στο γονεϊκό ρόλο, με συνέπεια, η συνεπιμέλεια να αποτελεί την ενδεδειγμένη λύση για την ανατροφή του τέκνου, το οποίο χρειάζεται και τους δύο και όχι μόνο τον καλύτερο από αυτούς.
Περαιτέρω, το άρθρο 1511 ΑΚ ορίζει πρωτίστως, ως κατευθυντήρια γραμμή για τη ρύθμιση της ασκήσεως της γονικής μέριμνας, σε περίπτωση διαφωνίας των γονέων και προσφυγής στο Δικαστήριο, το συμφέρον του τέκνου. Η βούληση του ανηλίκου, ανάλογα με την ωριμότητά του, πρέπει να ζητείται και να συνεκτιμάται, επί ανηλίκων όμως μικρής ηλικίας δεν πρέπει να λαμβάνεται υπόψη άνευ περαιτέρω έρευνας, εφόσον στηρίζεται πολύ συχνά στη μονομερή επίδραση του ενός των γονέων ή του συγγενικού τους περιβάλλοντος, μόνη δε η ηλικία του τέκνου δεν αποδεικνύει και την ωριμότητα αυτού ούτε σαν δίδαγμα κοινής πείρας. Η καθιέρωση κριτηρίου ωριμότητας ανάγει αμέσως την τελευταία σε σπουδαίο παράγοντα διαμορφώσεως της δικανικής κρίσης. Ο νομοθέτης δεν καθόρισε την ακρόαση ως διαδικασία αγόμενη στην δικαστική ευχέρεια. Τη συνέδεσε με ωριμότητα του ανηλίκου και επειδή η τελευταία κατ’ αρχήν συμβαδίζει με την ηλικία, έμμεσα έθεσε ένα θέμα ηλικίας. Πάντως, ώριμο είναι ένα παιδί, όταν λόγω βιολογικών (όπως ο βαθμός ευφυΐας) και κοινωνικών παραγόντων (όπως τα βιώματα και οι εμπειρίες) είναι σε θέση να έχει λογική και ολοκληρωμένη άποψη για ορισμένο θέμα και να συμπεριφέρεται ανάλογα.
Από τον ορισμό αυτό προκύπτει εξάλλου, ότι η ωριμότητα του παιδιού συναρτάται κάθε φορά και με το ζήτημα που αφορά η απόφαση που πρόκειται να ληφθεί. Αλλά την ωριμότητα δεν την καθόρισε μόνο ως παράγοντα της δικαστικής κρίσεως το αν πρέπει να ζητηθεί η γνώμη του ανηλίκου. Την προέβλεψε και ως παράγοντα αν πρέπει να συνεκτιμηθεί η γνώμη αυτή. Το ερώτημα σε ποιόν από τους γονείς (μετά τη διάσταση ή το διαζύγιο) πρέπει να ανατεθεί , η άσκηση της γονικής μέριμνας είναι στενά συνδεδεμένο με τη σημασία των δεσμών μεταξύ του τέκνου και των δύο γονέων.
Ο ψυχολογικός σύνδεσμος του ανηλίκου παιδιού με τους γονείς του, συχνά εκδηλώνεται με την ιδιαίτερη αδυναμία του ανηλίκου σε έναν από τους γονείς. Αυτό είναι πραγματικό γεγονός, που δεν εξαρτάται αποκλειστικά από την ομοιότητα ή την αντίθεση του φύλου. Ο άνδρας είναι εξίσου κατάλληλος να αναθρέψει σωστά τόσο τον ανήλικο γιο του όσο και τη θυγατέρα του και το ίδιο ισχύει και για τη μητέρα. Κατάλληλος να αναθρέψει τον ανήλικο είναι ο γονέας, που αντικειμενικά αλλά υποκειμενικά, έχει τις ικανότητες γι’ αυτό και μάλιστα όχι μόνο τις οικονομικές αλλά και τις ψυχικές. Ο ψυχικός σύνδεσμος είναι αποφασιστικό κριτήριο για την κρίση του συμφέροντος του ανηλίκου, ιδιαίτερα όταν είναι πνευματικά ώριμος, ώστε να ακούγεται από το Δικαστήριο, όπως ορίζει ο νόμος, οπότε αν από τα περιστατικά, που υπέπεσαν στην αντίληψη του Δικαστή, προκύψει ότι το ανήλικο τέκνο είναι ψυχολογικά ιδιαίτερα συνδεδεμένο προς τον ένα από τους γονείς του και αυτός είναι αντικειμενικά σε θέση να του προσφέρει παρόμοια προστασία όπως και ο άλλος, τότε το Δικαστήριο είναι υποχρεωμένο να σεβαστεί την επιθυμία του ανηλίκου. Σύμφωνα δε με τις νεώτερες κοινωνικές αντιλήψεις, το βάρος πρέπει να δίδεται στα στοιχεία που διαμορφώνουν το απαραίτητο περιβάλλον για σωστή ψυχοσωματική ανάπτυξη του ανηλίκου, αφού είναι δίδαγμα της παιδοψυχολογίας ότι διαβίωση του παιδιού όχι σε άνετες ή ανεκτές υλικές συνθήκες, αλλά σε περιβάλλον ανεπιθύμητο προς αυτό μπορεί να έχει καταστροφική επίδραση. Η παλαιότερα υποστηριζόμενη άποψη τόσο στη νομική θεωρία όσο και στη νομολογία των Δικαστηρίων, ότι, κατά άγραφο κανόνα, η επιμέλεια των μικρής ηλικίας τέκνων πρέπει να ανατίθεται στη μητέρα τους, ως και του ότι το τέκνο έχει ανάγκη των ιδιαίτερων περιποιήσεων της μητέρας, φαίνεται να χάνει έδαφος, αφού νεώτερες επιστημονικές έρευνες απέδειξαν ότι η παρουσία της μητέρας είναι μεν αναγκαία για τους πρώτους μετά τη γέννηση μήνες, κυρίως λόγω του θηλασμού, δύναται όμως ο πατέρας, μετά από αυτούς, να καταστεί το πρόσωπο, το οποίο, λόγω του δεσμού του με το τέκνο του, να είναι το πλέον κατάλληλο, για την ομαλή ψυχοσωματική του ανάπτυξη.