Στυλιανός Σμπώκος Δικηγόρος - Logo

Καταπίστευμα κατά τον Αστικό Κώδικα: Νομική Ανάλυση και Εφαρμογή

Σύμφωνα με το άρθρο 1923 παρ. 1 του Αστικού Κώδικα, ο διαθέτης έχει τη δυνατότητα να υποχρεώσει τον κληρονόμο να παραδώσει, μετά την επέλευση ορισμένου γεγονότος ή χρονικού σημείου, την κληρονομία που απέκτησε ή ποσοστό αυτής σε άλλο πρόσωπο, το οποίο φέρει τη νομική ιδιότητα του καταπιστευματοδόχου.

Για τη σύσταση του καταπιστεύματος δεν απαιτείται η χρήση συγκεκριμένων φράσεων ή η ρητή αναφορά του όρου «καταπίστευμα». Αρκεί να προκύπτει σαφώς από τη διαθήκη η βούληση του διαθέτη να εγκατασταθεί ο αρχικός κληρονόμος για ορισμένο μόνο χρονικό διάστημα ή υπό προϋποθέσεις, μετά την παρέλευση των οποίων η κληρονομία θα περιέλθει στον καταπιστευματοδόχο.

Ο καταπιστευματοδόχος θεωρείται κληρονόμος υπό αναβλητική αίρεση ή προθεσμία, που ενεργοποιείται με τον θάνατο του διαθέτη, ενώ παράλληλα ισχύει και διαλυτική αίρεση ή προθεσμία για τον αρχικό, βεβαρημένο κληρονόμο. Η ερμηνεία της διαθήκης είναι καθοριστικής σημασίας ως προς τη διάγνωση της βούλησης του διαθέτη, τόσο αναφορικά με τη σύσταση καθολικού καταπιστεύματος μέσω επικαρπίας ή κληροδοσίας, όσο και ως προς την ταυτότητα του καταπιστευματοδόχου.

Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1710, 1712, 1846, 1935 παρ. 1 και 1940 ΑΚ, η επαγωγή της κληρονομίας στον καταπιστευματοδόχο επέρχεται αυτοδικαίως ως σύνολο (καθολική διαδοχή) με τον θάνατο του αρχικού κληρονόμου, εκτός εάν ο διαθέτης έχει ορίσει διαφορετικό χρονικό σημείο ή αιτία επαγωγής. Από τη στιγμή της επαγωγής, ο καταπιστευματοδόχος έχει το δικαίωμα είτε να αποδεχθεί είτε να αποποιηθεί την κληρονομία εντός της νόμιμης προθεσμίας.

Εφόσον το καταπίστευμα περιλαμβάνει ακίνητη περιουσία, για τη μεταβίβαση της κυριότητας απαιτείται η υποβολή δήλωσης αποδοχής και η μεταγραφή της στο αρμόδιο υποθηκοφυλακείο (άρθρα 1846, 1193 και 1195 ΑΚ). Σε αντίθετη περίπτωση, μεταβιβάζεται μόνο η νομή του ακινήτου, όχι όμως και η κυριότητα (άρθρο 938 ΑΚ).

Πριν από την επέλευση της επαγωγής, δηλαδή κατά το διάστημα που το καταπίστευμα τελεί εν αναμονή, ο καταπιστευματοδόχος δεν δύναται να αποδεχθεί ούτε να αποποιηθεί την κληρονομία. Τυχόν αποδοχή ή αποποίηση πριν την επέλευση της επαγωγής είναι άκυρη (άρθρα 1940 και 1851 εδ. α΄ ΑΚ), εκτός εάν ο βεβαρημένος, αφού έχει αποδεχθεί την κληρονομία, παραιτηθεί αυτής υπέρ του καταπιστευματοδόχου.

Η επέλευση του καταπιστεύματος συνεπάγεται αυτοδικαίως τη λήξη της κληρονομικής ιδιότητας του βεβαρημένου κληρονόμου και την απόκτηση αυτής από τον καταπιστευματοδόχο. Ο τελευταίος θεωρείται καθολικός και άμεσος διάδοχος του διαθέτη, και όχι του βεβαρημένου, δεν αποκτά δηλαδή δικαιώματα ως κληρονόμος του τελευταίου.

Επιπλέον, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 1923 ΑΚ, προβλέπεται ρητά ότι στον καταπιστευματοδόχο δεν μπορεί να επιβληθεί νέα υποχρέωση καταπιστεύματος. Ο Αστικός Κώδικας δεν αναγνωρίζει διαδοχικά καταπιστεύματα, δηλαδή καταπίστευμα εις βάρος του καταπιστευματοδόχου, και κάθε σχετική πρόβλεψη είναι άκυρη κατά το άρθρο 174 ΑΚ.

Ωστόσο, επιτρέπεται η πρόβλεψη υποκαταστάτου του καταπιστευματοδόχου, δηλαδή προσώπου που θα υπεισέλθει στη θέση του σε περίπτωση που ο τελευταίος εκπέσει πριν από την αποδοχή του καταπιστεύματος. Η υποκατάσταση αυτή συνιστά έγκυρη εγκατάσταση και διέπεται από τις γενικές διατάξεις περί εγκαταστάσεως (άρθρο 1940 ΑΚ), εκτός αν άλλως ορίζουν ειδικές διατάξεις. Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι ο υποκατάστατος του καταπιστευματοδόχου δεν ταυτίζεται με δεύτερο καταπιστευματοδόχο, ο οποίος προβλέπεται για χρονικό διάστημα μετά την αποδοχή του πρώτου· μια τέτοια πρόβλεψη δεν επιτρέπεται από τον Αστικό Κώδικα και είναι άκυρη.

Υπεύθυνη & αποτελεσματική νομική υποστήριξη

Επικοινωνήστε με το δικηγορικό μας γραφείο για πλήρη νομική κάλυψη