Τα ποινικά αδικήματα κατατάσσονται, ανάλογα με τη σοβαρότητα των προβλεπόμενων ποινών, σε κακουργήματα και πλημμελήματα. Προτού τεθεί σε εφαρμογή ο νέος Ποινικός Κώδικας, η διάκριση περιλάμβανε τρεις κατηγορίες, καθώς τα πταίσματα θεωρούνταν ποινικά αδικήματα, τα οποία πλέον έχουν χαρακτηριστεί ως διοικητικά αδικήματα βάσει των διατάξεων ειδικών νόμων (Αιτ.Εκθ του νέου Π.Κ.).
Η διάκριση μεταξύ των εγκλημάτων πραγματοποιείται με κριτήριο την ποινή που προβλέπεται για κάθε πράξη. Σύμφωνα με τα άρθρα 18 και 19 του Π.Κ., οποιαδήποτε πράξη τιμωρείται με ισόβια ή πρόσκαιρη κάθειρξη χαρακτηρίζεται ως κακούργημα, ενώ η πράξη που τιμωρείται με φυλάκιση, χρηματική ποινή, περιορισμό σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων ή με οποιαδήποτε από αυτές τις ποινές συνδυασμένα, θεωρείται πλημμέλημα. Η διάκριση αυτή αφορά την ποινή που ο νόμος προβλέπει γενικά και όχι την ποινή που ο δικαστής επιβάλλει, η οποία καθορίζεται με βάση τα περιστατικά της συγκεκριμένης υπόθεσης.
Επιπλέον, η ύπαρξη ελαφρυντικών περιστάσεων ή η μείωση της ποινής σύμφωνα με το άρθρο 83 του Π.Κ. δεν επηρεάζει το χαρακτηρισμό του εγκλήματος. Για παράδειγμα, μια πράξη που αρχικά χαρακτηρίζεται ως κακούργημα λόγω της απειλούμενης ποινής κάθειρξης, παραμένει κακούργημα, ακόμη και αν η ποινή που επιβάλλεται στον δράστη είναι φυλάκιση λόγω της συνδρομής ελαφρυντικών περιστάσεων. Συνεπώς, η διάκριση μεταξύ κακουργήματος και πλημμελήματος γίνεται με βάση την ποινή που προβλέπεται για την πράξη γενικά, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η τελική ποινή που επιβάλλει ο δικαστής (άρθρο 19 Π.Κ.).
Προσέγγιση σε περιπτώσεις Συνεργού και Απόπειρας
Ανάλογη προσέγγιση ακολουθείται και για τις περιπτώσεις απόπειρας ή συνέργειας σε εγκλήματα. Στις δύο αυτές περιπτώσεις, η ποινή μπορεί να μειωθεί σύμφωνα με το άρθρο 83 Π.Κ., χωρίς αυτό να επηρεάζει το χαρακτηρισμό του εγκλήματος, το οποίο καθορίζεται με βάση την ποινή που προβλέπεται για την ολοκληρωμένη πράξη ή για την πράξη του αυτουργού.
Για παράδειγμα, μια απόπειρα ληστείας παραμένει κακούργημα, ενώ η συμμετοχή ως συνεργός σε ληστεία χαρακτηρίζεται επίσης κακούργημα, ακόμα κι αν επιβληθεί μειωμένη ποινή για τον συνεργό. Το ίδιο ισχύει και για τα ιδιώνυμα εγκλήματα.
Σε περίπτωση που υπάρχουν επιβαρυντικές περιστάσεις, ο χαρακτηρισμός του εγκλήματος ως κακούργημα δεν μεταβάλλεται, αφού η απειλή της ποινής καθείρξεως καθιστά το αδίκημα κακουργηματικής φύσεως. Η διάκριση αυτή απορρέει από το άρθρο 19 Π.Κ., το οποίο αναφέρει ότι ο χαρακτηρισμός ενός αδικήματος βασίζεται στην αυστηρότερη ποινή που καθορίζεται από το νόμο και όχι στην πιθανή ελάττωσή της λόγω των άρθρων 83 και 84 Π.Κ. Ωστόσο, η πράξη μπορεί να μετατραπεί από κακούργημα σε πλημμέλημα, εφόσον το δικαστήριο αφαιρέσει την επιβαρυντική περίσταση που προσδίδει τον χαρακτήρα του κακουργήματος στην πράξη.
Σε περίπτωση κατ’ εξακολούθηση εγκλήματος, για την κατηγοριοποίηση του εγκλήματος λαμβάνεται υπόψη η βαρύτερη από τις μερικότερες πράξεις.
Συνέπειες της διχοτόμησης των εγκλημάτων σε κακουργήματα – πλημμελήματα:
- Υποκειμενική υπαιτιότητα: Τα κακουργήματα τιμωρούνται μόνο όταν τελούνται με δόλο. Το ίδιο ισχύει και για τα πλημμελήματα, εκτός αν ο νόμος προβλέπει τιμωρία τους και εξ αμελείας.
- Παραγραφή: Ο χρόνος παραγραφής διαφέρει για τα κακουργήματα και τα πλημμελήματα. Συγκεκριμένα, τα πλημμελήματα παραγράφονται μετά από 5 χρόνια, ενώ τα κακουργήματα μετά από 20 χρόνια (αν απειλείται ισόβια κάθειρξη) ή 10 χρόνια στην περίπτωση άλλων ποινών.
- Προσωρινή κράτηση: Η προσωρινή κράτηση μπορεί να επιβληθεί μόνο για κακουργήματα, σύμφωνα με το άρθρο 286 παρ. 1 Κ.Π.Δ. Υπάρχουν, όμως, εξαιρέσεις, όπως όταν ο δράστης έχει διαπράξει ανθρωποκτονία εξ αμελείας κατ’ εξακολούθηση (πλημμέλημα), υπό την προϋπόθεση ότι δεν επαρκούν άλλοι περιοριστικοί όροι ή ο κατ’ οίκον περιορισμός.
Συνολικά, η διάκριση αυτή του νομοθέτη έχει στοχευμένο χαρακτήρα, καθόσον για κάθε κατηγορία εγκλημάτων ισχύουν διαφορετικές ρυθμίσεις και οι συνέπειες για τον κατηγορούμενο είναι αντίστοιχης βαρύτητας, με τις επαχθέστερες να εντοπίζονται στα κακουργήματα.