Άρθρο 84 παρ. 2 και 3:
Ελαφρυντικές περιστάσεις θεωρούνται ιδίως: α) το ότι ο υπαίτιος έζησε ως τον χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη, ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή, β) το ότι στην πράξη του ωθήθηκε από μη ταπεινά αίτια ή από μεγάλη ένδεια ή υπό την επίδραση σοβαρής απειλής ή υπό την επιβολή προσώπου στο οποίο αυτός οφείλει υπακοή ή με το οποίο βρίσκεται σε σχέση εξάρτησης, γ) το ότι στην πράξη του ωθήθηκε από ανάρμοστη συμπεριφορά του παθόντος ή παρασύρθηκε από οργή ή βίαιη θλίψη που του προκάλεσε άδικη εναντίον του πράξη, δ) το ότι επέδειξε ειλικρινή μετάνοια και επιδίωξε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξης του, ε) το ότι συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του, ακόμα και κατά την κράτησή του.
Ως ελαφρυντική περίσταση λογίζεται και η μη εύλογη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας που δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του κατηγορουμένου.
Η ελαφρυντική περίσταση του πρότερου έντιμου βίου (84 παρ.2, περ. α ΠΚ)
Εννοιολογικά, η έννοια της έντιμης ζωής συνδέεται με την τήρηση των νομικών κανόνων και των αποδεκτών ηθικών αξιών. Η έντιμη ζωή δεν έχει αποκλειστικά αρνητική διάσταση, που να προκύπτει απλώς από την απουσία καταδίκης, αλλά ενσωματώνει και θετικά στοιχεία. Σύμφωνα με τη διαμορφωμένη νομολογία, για να γίνει δεκτός ο ισχυρισμός για την αναγνώριση της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παράγραφος 2 περίπτωση α’ του Ποινικού Κώδικα, δεν αρκεί μόνο το λευκό ποινικό μητρώο ή η απουσία σοβαρών παραβάσεων μέχρι την τέλεση του αδικήματος. Χρειάζεται να επικαλείται κανείς συγκεκριμένα, θετικά περιστατικά που αποδεικνύουν την έντιμη ζωή του κατηγορουμένου, η οποία να περιλαμβάνει ενεργό συμμετοχή σε κοινωνικά επωφελείς δραστηριότητες και σε ευρύτερους τομείς κοινωνικής προσφοράς.
Αναφορικά με το ζήτημα της ελαφρυντικής περίστασης, έχει κριθεί ότι δεν επαρκούν αναφορές στη φιλήσυχη φύση του κατηγορουμένου, την επαγγελματική κατάσταση των γονέων του, την άσκηση της επιμέλειας των τέκνων του ή τις προηγούμενες εργασιακές του δραστηριότητες για να θεμελιώσουν την έντιμη ζωή κατά την έννοια του νόμου. Αντίθετα, η ύπαρξη ποινικών καταδικαστικών αποφάσεων, ειδικά αν αφορούν εγκλήματα με αντικοινωνική διάσταση, μπορεί να ακυρώσει τον ισχυρισμό περί έντιμου βίου, καθώς οι προηγούμενες καταδίκες επηρεάζουν τη συνολική αξιολόγηση του χαρακτήρα του κατηγορουμένου.
Για την αναγνώριση της ελαφρυντικής περίστασης, η οποιαδήποτε ποινική καταδίκη δεν επαρκεί από μόνη της να θεωρηθεί ένδειξη «μη έντιμου βίου». Χρειάζεται να γίνει αξιολόγηση της σοβαρότητας της πράξης και της χρονικής απόστασης από την καταδίκη, προκειμένου να αποδειχθεί η πραγματική φύση της συμπεριφοράς του κατηγορουμένου. Έτσι, καταδίκες για εγκλήματα μικρότερης σοβαρότητας δεν ακυρώνουν αυτόματα τον ισχυρισμό περί έντιμου βίου, ενώ αντιθέτως, εγκλήματα μεγαλύτερης σοβαρότητας ή συνεχής εγκληματική δραστηριότητα μπορεί να αποδυναμώσουν αυτόν τον ισχυρισμό.
Επιπλέον, η ύπαρξη προσωπικών ή κοινωνικών παραβάσεων, όπως εξωσυζυγικές σχέσεις ή χρήση ναρκωτικών, μπορεί να αποτελέσει επαρκή αιτιολόγηση για την απόρριψη του αιτήματος περί αναγνώρισης της ελαφρυντικής περίστασης, ενισχύοντας την άποψη ότι η συνολική εικόνα του κατηγορουμένου αντιβαίνει στις απαιτήσεις του έντιμου βίου. Ειδικότερα, η συμμετοχή σε εγκληματικές οργανώσεις, όπως η εμπορία μεγάλων ποσοτήτων ναρκωτικών, συνιστά ένα σοβαρό επιχείρημα για την απόρριψη του ισχυρισμού, καθώς η γνώση των προσώπων που συμμετέχουν σε τέτοιες δραστηριότητες καταδεικνύει μία αντιστροφή της κοινωνικής του θέσης.
Τέλος, η αποδοχή της ελαφρυντικής περίστασης του πρότερου έντιμου βίου δεν αναιρεί την ύπαρξη δόλου, την επαγγελματική ή συστηματική τέλεση των αξιόποινων πράξεων ή την άρνηση αναστολής της εκτέλεσης της ποινής. Επομένως, η απόρριψη του ισχυρισμού για αναγνώριση της ελαφρυντικής περίστασης, επικαλούμενη τη βαρύτητα της πράξης χωρίς την αναγκαία αιτιολόγηση, θεωρείται ανεπαρκής, εφόσον δεν εξετάζεται σε βάθος η ουσία του ισχυρισμού και δεν αναφέρονται παραστατικά στοιχεία που να τεκμηριώνουν την απόρριψη.
Η ελαφρυντική περίπτωση του 84 παρ.2 περ. β
Η ελαφρυντική περίσταση αναφέρεται σε καταστάσεις όπου ο δράστης δεν ενεργεί με την πλήρη ελευθερία της βούλησης του, αλλά η πράξη του επηρεάζεται από εξωτερικούς παράγοντες που δικαιολογούν ή μειώνουν την ποινική του ευθύνη, χωρίς όμως να την εξαφανίζουν εντελώς.
α) Μεγάλη ένδεια:
Η μεγάλη ένδεια μπορεί να θεωρηθεί ελαφρυντικό όταν η ανάγκη για επιβίωση ή για κάλυψη βασικών βιοτικών αναγκών οδηγεί το άτομο να διαπράξει το έγκλημα. Σε αυτές τις περιπτώσεις, το άτομο δεν ενεργεί από κακόβουλη πρόθεση, αλλά από ανάγκη να επιβιώσει.
β) Σοβαρή απειλή:
Όταν ο δράστης διαπράττει το έγκλημα υπό την επίδραση σοβαρής απειλής για τη ζωή του ή την ακεραιότητά του, αυτό μπορεί να ληφθεί υπόψη ως ελαφρυντικό. Η απειλή αυτή μπορεί να τον αναγκάσει να πράξει το έγκλημα, προκειμένου να προστατέψει τον εαυτό του ή άλλους, και έτσι η πράξη του μπορεί να θεωρηθεί ως μια ενέργεια για αυτοπροστασία.
Η ελαφρυντική περίπτωση του 84 παρ.2 περ. γ
Η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2 γ’ του Ποινικού Κώδικα αναφέρεται στην κατάσταση όπου ο υπαίτιος παρασύρθηκε από έντονη οργή ή βίαιη θλίψη που του προκάλεσε άδικη πράξη εναντίον του. Η εν λόγω ελαφρυντική περίσταση αφορά την συμπεριφορά του παθόντος η οποία ώθησε τον υπαίτιο στην πράξη.
Πρόκειται για καταστάσεις στις οποίες ο υπαίτιος, επηρεασμένος από έντονα συναισθηματικά ερεθίσματα, όπως η οργή ή η θλίψη, που προκλήθηκαν από την άδικη πράξη που διαπράχθηκε εις βάρος του, οδηγείται να διαπράξει το έγκλημα. Ως άδικη πράξη νοείται παράνομη ενέργεια που διαπράττεται εις βάρος του υπαιτίου, η οποία προκαλεί στον τελευταίο αδικία ή αδικαιολόγητη βλάβη. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η συναισθηματική φόρτιση του υπαιτίου μπορεί να εξηγήσει τη διάπραξη του εγκλήματος χωρίς να αναιρεί πλήρως την ποινική ευθύνη του.
Για να εφαρμοστεί η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2 γ’, πρέπει να πληρούνται οι εξής προϋποθέσεις:
- Να έχει διαπραχθεί άδικη πράξη εις βάρος του υπαιτίου.
- Η πράξη αυτή να προκαλέσει στον υπαίτιο έντονη συναισθηματική αντίδραση, όπως οργή ή θλίψη.
- Η συναισθηματική αυτή φόρτιση να οδηγήσει τον υπαίτιο στην τέλεση του εγκλήματος.
Η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2 γ’ σχετίζεται με τις περιπτώσεις όπου η παράνομη ενέργεια του παθόντος και η έντονη συναισθηματική αντίδραση του υπαιτίου συμβάλλουν στη διάπραξη του εγκλήματος. Η αναγνώριση αυτής της ελαφρυντικής περίστασης μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση της ποινής που επιβάλλεται στον υπαίτιο, λαμβάνοντας υπόψη την ενδεχόμενη συναισθηματική πίεση στην οποία υποβλήθηκε.
Η ελαφρυντική περίπτωση του 84 παρ.2 περ. δ
Η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2 περ. δ του Ποινικού Κώδικα αφορά την περίπτωση όπου ο κατηγορούμενος εκδηλώνει πραγματική μετάνοια για την πράξη του. Αυτή η μετάνοια δεν αρκεί να εκφράζεται μόνο με λόγια, αλλά πρέπει να αποδεικνύεται μέσω συγκεκριμένων ενεργειών που δείχνουν τη διάθεση του κατηγορουμένου να μειώσει ή να αναστρέψει τις συνέπειες του εγκλήματος. Οι ενέργειες αυτές μπορεί να περιλαμβάνουν προσπάθειες για την αποκατάσταση των ζημιών που προκλήθηκαν, την καταβολή αποζημίωσης στους παθόντες, τη συνεργασία με τις αρχές, ή ακόμα και την εξομολόγηση του εγκλήματος.
Η μετάνοια πρέπει να είναι γνήσια και όχι απλώς μια τυπική κίνηση ή δήλωση. Θα πρέπει να προκύπτει από τις πράξεις του κατηγορουμένου και την πρόθεση του να διορθώσει τη ζημιά που έχει προκαλέσει με την εγκληματική του πράξη.
Οι ενέργειες του κατηγορουμένου για να μειώσει τις συνέπειες της πράξης του μπορεί να περιλαμβάνουν ποικίλες ενέργειες όπως η πληρωμή αποζημίωσης, η συνεργασία με τις αρχές, η προσπάθεια να αποκαταστήσει τη φήμη του θύματος ή άλλες πράξεις που δείχνουν ειλικρινή μετάνοια.
Οι δικαστές εξετάζουν τη γνησιότητα της μετάνοιας και τις ενέργειες του κατηγορουμένου με βάση τη σοβαρότητα του εγκλήματος και τα χαρακτηριστικά του δράστη, προκειμένου να καθορίσουν αν η ελαφρυντική αυτή περίσταση μπορεί να εφαρμοστεί και σε ποιο βαθμό θα επηρεάσει την ποινή.
Επομένως, η ελαφρυντική αυτή περίσταση λαμβάνει υπόψη την ειλικρινή μετάνοια του κατηγορουμένου και τις ενέργειές του για την άρση ή μείωση των συνεπειών του εγκλήματος. Η εφαρμογή της εξαρτάται από τη σοβαρότητα του εγκλήματος, τη συμπεριφορά του δράστη και άλλους παράγοντες που εξετάζουν οι δικαστές.
Η ελαφρυντική περίπτωση του 84 παρ.2 περ. ε
Η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. ε’ του Ποινικού Κώδικα αφορά την περίπτωση όπου ο κατηγορούμενος, μετά την τέλεση του εγκλήματος και κατά τη διάρκεια της κράτησής του, επιδεικνύει καλή και υπεύθυνη συμπεριφορά. Αν η καλή αυτή συμπεριφορά συνεχιστεί για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, αυτό μπορεί να οδηγήσει σε μείωση της ποινής του, καθώς θεωρείται ένδειξη της ηθικής και ψυχικής μεταστροφής του δράστη.
Η καλή συμπεριφορά αναφέρεται σε στοιχεία όπως η απουσία νέων παραβάσεων από τον κατηγορούμενο, η συμμόρφωση με τους κανόνες κατά τη διάρκεια της κράτησης, και η συνεργασία του με τις αρχές. Αυτές οι ενέργειες δείχνουν ότι ο κατηγορούμενος αναγνωρίζει τις συνέπειες των πράξεών του και προσπαθεί να επανορθώσει.
Η συμπεριφορά αυτή δεν πρέπει να περιορίζεται σε μικρό χρονικό διάστημα, αλλά να διαρκεί αρκετό καιρό για να είναι πειστική η αλλαγή στην ηθική στάση του δράστη. Η διάρκεια της καλής συμπεριφοράς θεωρείται καθοριστική για την αξιολόγηση της ελαφρυντικής αυτής περίστασης.
Η εφαρμογή αυτής της ελαφρυντικής περίστασης μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την επιβολή μειωμένης ποινής, δεδομένου ότι η καλή συμπεριφορά του κατηγορουμένου μετά το έγκλημα υποδεικνύει την επιθυμία του να διορθώσει τη συμπεριφορά του και να επανενταχθεί στην κοινωνία.
Κατά συνέπεια, η καλή συμπεριφορά του κατηγορουμένου, που διαρκεί για αρκετό καιρό μετά την τέλεση του εγκλήματος, μπορεί να θεωρηθεί ως λόγος για μείωση της ποινής του, καθώς αποτελεί ένδειξη της προσωπικής του μετάνοιας και αλλαγής.