Στυλιανός Σμπώκος Δικηγόρος - Logo

Η Υπεξαίρεση στην Ελληνική Νομοθεσία: Οδηγός για Κατανόηση και Αντιμετώπιση

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 375 ΠΚ: «

1. Όποιος ιδιοποιείται παράνομα ξένο κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο (2) έτη και αν το αντικείμενο είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) μηνών και χρηματική ποινή. Αν πρόκειται για αντικείμενο που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας, ο υπαίτιος τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους και χρηματική ποινή. Αν όμως η πράξη τελέστηκε από ανάγκη για άμεση χρήση ή ανάλωση του αντικειμένου της κλοπής, το δικαστήριο μπορεί να κρίνει την πράξη ατιμώρητη.

2. Αν η αξία του αντικειμένου στην παρ. 1 υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη έως δέκα (10) έτη και χρηματική ποινή…».

Κατά την διάταξη του αρ. 375 ΠΚ η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως συνίσταται στην παράνομη ιδιοποίηση του πράγματος που είναι κάθε ενέργεια ή παράλειψη του δράστη, η οποία καταδηλώνει τη θέληση αυτού να εξουσιάζει και διαθέτει τα πράγματα σαν να είναι κύριος, η δε υποκειμενική στην ύπαρξη του δόλου που ενέχει την γνώση ότι το πράγμα είναι ξένο (ολικά ή εν μέρει), ανήκει δηλαδή κατά κυριότητα σε άλλον, έστω και άγνωστο στον δράστη και ότι κατέχει, καθώς και την θέληση να ιδιοποιηθεί το πράγμα παράνομα, χωρίς την συγκατάθεση του ιδιοκτήτη (ΑΠ 1829/1988). Ξένο θωρείται το πράγμα όταν είναι υπό ξένη κυριότητα, όπως αυτή διαπλάθεται στο αστικό δίκαιο και δεν περιήλθε στην κατοχή του υπαιτίου με κάποια μεταβιβαστική της κυριότητας πράξη.

Σε αντίθεση με την προβλεπόμενη στο άρθρο 372 του Ποινικού Κώδικα πράξη της κλοπής, όπου προσβάλλεται το δικαίωμα της κατοχής επί του πράγματος, καθώς ο δράστης αφαιρεί ξένο κινητό αντικείμενο από την κατοχή τρίτου προσώπου με σκοπό την παράνομη ιδιοποίησή του, στην υπεξαίρεση, το κρίσιμο στοιχείο διαφοροποίησης συνίσταται στο ότι το κινητό αντικείμενο βρίσκεται ήδη νομίμως ή πραγματικώς στην κατοχή του δράστη, ο οποίος προβαίνει εν συνεχεία σε παράνομη ιδιοποίησή του, ενεργώντας επί του πράγματος με τρόπο που μόνο ο κύριος ή ο νόμιμος νομέας αυτού δικαιούται να ενεργήσει.

Η ποινική μεταχείριση της υπεξαίρεσης διαφοροποιείται αναλόγως της βαρύτητας της πράξης και των ειδικών περιστάσεων που τη συνοδεύουν. Ο νόμος προβλέπει διαβάθμιση της υπεξαίρεσης σε πλημμέλημα ή κακούργημα, αναλόγως της αξίας του αντικειμένου, της θέσης εμπιστοσύνης του δράστη, του τρόπου τέλεσης της πράξης και άλλων επιβαρυντικών παραμέτρων που καθορίζονται νομοθετικώς.

Θα πρέπει να τονισθεί ότι η κατοχή δε θα πρέπει να έχει αποκτηθεί με προηγούμενη παράνομη πράξη, όπως με κλοπή, εκβίαση, ληστεία ή απάτη, διότι κατά την περίπτωση αυτή θα έχει συντελεστεί η ιδιοποίηση με την πρώτη πράξη, καθότι, κατά την κρατούσα άποψη, η ιδιοποίηση που επακολουθεί πληροί μεν την αντικειμενική υπόσταση της υπεξαιρέσεως, αλλά αποτελεί μη τιμωρητή ύστερη πράξη (« λύση της συρροής»), εφόσον δεν επιτείνει την αρχικώς προξενηθείσα βλάβη ή δεν προξενεί νέα. Αν δε η ύστερη υπεξαίρεση προκαλεί πρόσθετη βλάβη στο έννομο αγαθό ή βλάψει άλλο υλικό αντικείμενο, τότε δεν θεωρείται μη τιμωρητή ύστερη πράξη και τιμωρείται αυτοτελώς.

Υπεύθυνη & αποτελεσματική νομική υποστήριξη

Επικοινωνήστε με το δικηγορικό μας γραφείο για πλήρη νομική κάλυψη