Η ψευδής καταμήνυση συνιστά σοβαρό ποινικό αδίκημα, το οποίο προβλέπεται και τιμωρείται από το άρθρο 229 του Ποινικού Κώδικα. Αντικείμενο της εν λόγω πράξης είναι η εσκεμμένη και παραπλανητική αναφορά ψευδών γεγονότων στις αρμόδιες αρχές, με σκοπό την καταγγελία αδικήματος που είτε δεν έχει τελεστεί, είτε δεν έχει διαπράξει το πρόσωπο το οποίο καταγγέλλεται. Πολύ συχνά, το φαινόμενο αυτό εντοπίζεται σε περιπτώσεις οικογενειακών διαφορών, διαζυγίων, επαγγελματικών και επιχειρηματικών συγκρούσεων, όπου η ψευδής καταμήνυση χρησιμοποιείται ως μέσο εκβιασμού ή κατασυκοφάντησης του καταγγελλομένου.
Αναφορικά με το άρθρο 229 του Ποινικού Κώδικα, το οποίο προβλέπει τις ποινικές συνέπειες για τη ψευδή καταμήνυση, η νομοθεσία, όπως επικαιροποιήθηκε με τον Ν. 4619/2019 και παραμένει αμετάβλητη με τον Ν. 5090/2024, επιβάλλει αυστηρές ποινές. Σύμφωνα με το άρθρο, όποιος καταγγέλλει άλλον ψευδώς, γνωρίζοντας ότι τα γεγονότα που αναφέρει δεν είναι αληθή, είτε πρόκειται για αξιόποινη πράξη είτε για πειθαρχική παράβαση, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών και χρηματική ποινή. Επιπλέον, αυστηρές ποινές επιβάλλονται και σε εκείνους που, εν γνώσει τους και ψευδώς, αναπτύσσουν αποδεικτικά στοιχεία ή αλλοιώνουν ή αποκρύπτουν στοιχεία προκειμένου να δημιουργήσουν την εντύπωση ότι το πρόσωπο που καταγγέλλεται είναι ύποπτο για αδίκημα. Σημειώνεται ότι η διάταξη αυτή δεν απαιτεί πλέον την απόδειξη ότι ο καταγγέλλων επιδιώκει να προκαλέσει καταδίωξη, αρκεί να αποδειχθεί ότι γνώριζε την αναληθή φύση των γεγονότων (άμεσος δόλος).
Όσοι θεωρούν ότι έχουν πέσει θύματα ψευδούς καταγγελίας για αδίκημα που δεν έχουν διαπράξει, μπορούν να αντιδράσουν νομικά με διάφορους τρόπους. Αρχικά, είναι απαραίτητο να αναθέσουν την υπόθεση σε έμπειρο δικηγόρο, ο οποίος θα αναλάβει τη νομική υποστήριξη και καθοδήγηση. Ακολούθως, η συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων, όπως μηνύματα, καταγραφές, βίντεο ή ήχος, μαρτυρίες και χρονικά δεδομένα, μπορεί να αποδείξει την αναληθή φύση της καταγγελίας. Σε αυτές τις περιπτώσεις, είναι επίσης δυνατόν να κινηθεί η διαδικασία αποζημίωσης για ηθική βλάβη και να ζητηθούν ασφαλιστικά μέτρα, ώστε να προληφθεί περαιτέρω ζημία στη φήμη του θύματος.
Αν κάποιος αντιμετωπίζει κατηγορίες για ψευδή καταμήνυση, μπορεί να υπερασπιστεί τον εαυτό του επικαλούμενος την καλή πίστη ή την απουσία δόλου, δηλώνοντας ότι η καταγγελία έγινε χωρίς την πρόθεση να προκαλέσει ζημία στον καταγγελθέντα. Τέλος, το πρόσωπο που έχει καταγγελθεί ψευδώς για αδίκημα έχει το δικαίωμα να ασκήσει αγωγή για ηθική βλάβη. Με την αγωγή αυτή, δύναται να ζητήσει αποζημίωση για την ηθική βλάβη που υπέστη, την αποκατάσταση της φήμης του, την δημοσίευση της καταδικαστικής απόφασης, καθώς και την κάλυψη των δικαστικών εξόδων και χρηματικής ικανοποίησης.
Σε πρακτικό επίπεδο, οι ψευδείς καταγγελίες συχνά εμφανίζονται σε περιπτώσεις διαζυγίων και οικογενειακών διαφορών, όπου ψευδείς κατηγορίες για ενδοοικογενειακή βία χρησιμοποιούνται ως μέσο πίεσης για την εξασφάλιση επιμέλειας ή διατροφής. Επίσης, σε επαγγελματικά περιβάλλοντα, μπορεί να ανακύψουν ψευδείς καταγγελίες για υπεξαίρεση ή απάτη, ενώ σε επιχειρηματικές διαφορές, πρώην συνεργάτες ενδέχεται να καταφύγουν σε ψευδείς κατηγορίες ως εργαλείο εκδίκησης ή πίεσης.