Στυλιανός Σμπώκος Δικηγόρος - Logo

Τα ένδικα μέσα της Έφεσης και της Αναίρεσης στην Ποινική Δίκη

Στο πλαίσιο της ελληνικής ποινικής δικονομίας, η δυνατότητα άσκησης έφεσης και αναίρεσης αποτελεί θεμελιώδες δικαίωμα που προστατεύει τον κατηγορούμενο, τον εισαγγελέα ή τον υποστηρίζοντα την κατηγορία (πρώην πολιτικώς ενάγοντα). Μέσα από την άσκηση αυτών των ένδικων μέσων διασφαλίζεται ότι η απονομή της δικαιοσύνης είναι πλήρης, χωρίς νομικές ή ουσιαστικές ατέλειες, και προάγεται η διαφάνεια της διαδικασίας.

Έφεση – Προϋποθέσεις

Η έφεση, όπως προβλέπεται στα άρθρα 489 έως 502 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, παρέχει τη δυνατότητα για επανεξέταση της υπόθεσης από δικαστήριο ανώτερου βαθμού (π.χ. Εφετείο), με σκοπό την αποκατάσταση πιθανών λαθών στην εκδίκαση της υπόθεσης σε πρώτο βαθμό.

Ποιοι μπορούν να ασκήσουν έφεση;

  • Ο κατηγορούμενος, σύμφωνα με το άρθρο 473 §1 ΚΠΔ, εντός προθεσμίας δέκα (10) ημερών από τη δημοσίευση της απόφασης. Εάν ο κατηγορούμενος, κατά την έκδοση της απόφασης, ήταν απών ή είναι κάτοικος εξωτερικού ή η διαμονή του είναι άγνωστη, η προθεσμία που έχει στη διάθεσή του για την άσκηση της έφεσης είναι τριάντα (30) ημερών. Μάλιστα, ο κατηγορούμενος μπορεί να ασκήσει έφεση τόσο κατά αθωωτικής απόφασης (486 ΚΠΔ), εάν αθωώθηκε για έμπρακτη μετάνοια ή με αιτιολογία που, χωρίς να είναι αναγκαίο, θίγει την υπόληψή του ή σε περίπτωση που αθωώθηκε λόγω ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής κατά το άρ. 34 του ΠΚ και επιβάλλει σε αυτόν μέτρο θεραπείας (69Α ΠΚ), όσο και κατά καταδικαστικής απόφασης υπό τις προϋποθέσεις του άρ. 489 ΚΠΔ.
  • Ο εισαγγελέας, σύμφωνα με το άρθρο 486 §1 ΚΠΔ, έχει δικαίωμα να ασκήσει έφεση εντός τριάντα (30) ημερών από την έκδοση της απόφασης. Η απόφαση αυτή μπορεί να είναι είτε αθωωτική είτε καταδικαστική, κατά τις προϋποθέσεις των άρθρων 489 και 491 ΚΠΔ.
  • Ο υποστηρίζων την κατηγορία (πολιτικώς ενάγων), εφόσον έχει νομίμως παρασταθεί στη διαδικασία και για λόγους αποζημίωσης.

Η έφεση μπορεί να ασκηθεί κατά καταδικαστικών αποφάσεων, αθωωτικών αποφάσεων όταν υπάρχει διαφωνία από τον εισαγγελέα, καθώς και σε περιπτώσεις αποφάσεων που στερούνται πλήρους αιτιολογίας.

Η διαδικασία επανεξέτασης από το Εφετείο

Το Εφετείο επανεξετάζει όλες τις αποδείξεις της υπόθεσης, όπως τις καταθέσεις των μαρτύρων, τα έγγραφα και τα υπόλοιπα αποδεικτικά στοιχεία. Ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του μπορεί να παρουσιάσουν νέα στοιχεία ή να αναπτύξουν ξανά τα επιχειρήματα της υπεράσπισης.

Αναίρεση – Έλεγχος και Διόρθωση Νομικών Σφαλμάτων από τον Άρειο Πάγο

Η αναίρεση, σύμφωνα με τα άρθρα 505 έως 515 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, αποτελεί ένδικο μέσο που αφορά την τελική και αμετάκλητη απόφαση. Δεν αφορά την επανεξέταση της ουσίας της υπόθεσης, αλλά τη νομιμότητα της διαδικασίας και τη συμμόρφωση προς τους κανόνες δικαίου και τις διαδικαστικές διατάξεις. Επομένως, η αναίρεση ασκείται μόνο κατά τελεσίδικης απόφασης και επικεντρώνεται στη νομική εγκυρότητα της απόφασης, χωρίς να επανεξετάζεται η ουσία της υπόθεσης. Στην περίπτωση της αναίρεσης, το δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει είτε για την αναπομπή της υπόθεσης σε νέο δικαστήριο είτε για την επικύρωση της απόφασης.

Ποιοι μπορούν να ασκήσουν αναίρεση;

  • Ο κατηγορούμενος, εντός είκοσι (20) ημερών από την καταχώριση της απόφασης στη γραμματεία του δικαστηρίου (άρθρο 473 §2 ΚΠΔ).
  • Ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν παραγγελίας (άρθρο 507 ΚΠΔ), εντός τριάντα (30) ημερών από καταχώριση καθαρογραμμένης της απόφασης στο ειδικό βιβλίο που τηρείται στη γραμματεία του Δικασττηρίου. Οι υπόλοιποι εισαγγελείς εντός είκοσι (20) ημερών από την καταχώριση αυτή.
  • Ο υποστηρίζων την κατηγορία-πολιτικώς ενάγων, υπό αυστηρούς περιορισμούς και για ειδικά νομικά θέματα.

Λόγοι Αναίρεσης – Άρθρο 510 ΚΠΔ

Ο Άρειος Πάγος μπορεί να αναιρέσει την απόφαση για τους εξής λόγους:

  1. Παραβίαση ουσιώδους δικονομικής διάταξης, όπως π.χ. παραβίαση του δικαιώματος ακρόασης, μη κανονικό σχηματισμό του δικαστηρίου, ή παραβίαση της δημοσιότητας της δίκης.
  2. Έλλειψη επαρκούς και αιτιολογημένης απόφασης, σύμφωνα με τα άρθρα 139 και 510 §1 Δ’ ΚΠΔ, καθώς και το άρθρο 93 §3 του Συντάγματος.
  3. Λάθος ερμηνεία ή εφαρμογή του ποινικού νόμου, είτε σε σχέση με τα στοιχεία της αντικειμενικής ή υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος είτε με τις επιβαρυντικές περιστάσεις.
  4. Υπέρβαση εξουσίας από το δικαστήριο, εάν αποφάσισε για ζήτημα εκτός της αρμοδιότητάς του, όπως προβλέπεται στο άρθρο 510 §1 Η’ ΚΠΔ.
  5. Αδικαιολόγητη απόρριψη έφεσης ως απαράδεκτης, εφόσον πληρούνταν οι προϋποθέσεις για την υποβολή της (άρθρο 510 §1 Ζ’ ΚΠΔ).

Υπεύθυνη & αποτελεσματική νομική υποστήριξη

Επικοινωνήστε με το δικηγορικό μας γραφείο για πλήρη νομική κάλυψη