Κατά το άρθρο 187 ΠΚ «1. Όποιος συγκροτεί ή εντάσσεται ως μέλος σε επιχειρησιακά δομημένη και με διαρκή εγκληματική δράση οργάνωση τριών ή περισσότερων προσώπων, που επιδιώκει την τέλεση περισσότερων κακουργημάτων τιμωρείται με κάθειρξη έως δέκα έτη και χρηματική ποινή.
2. Αυτός που διευθύνει την εγκληματική οργάνωση τιμωρείται με κάθειρξη.
3. Όποιος, εκτός από την περίπτωση της πρώτης παραγράφου, οργανώνεται με άλλον ή άλλους για να διαπράξουν κακούργημα τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών. Με φυλάκιση έως τρία έτη τιμωρείται ο υπαίτιος αν η κατά το προηγούμενο εδάφιο ένωση έγινε για τη διάπραξη πλημμελήματος με το οποίο επιδιώκεται οικονομικό ή άλλο υλικό όφελος ή η προσβολή της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας, της ανηλικότητας, της προσωπικής ελευθερίας, της ιδιοκτησίας ή της περιουσίας.
4. Με φυλάκιση τουλάχιστον τριών ετών και χρηματική ποινή τιμωρείται όποιος με οποιονδήποτε τρόπο παρέχει σε άλλον κάθε είδους περιουσιακά στοιχεία, υλικά ή άυλα, κινητά ή ακίνητα ή κάθε είδους χρηματοοικονομικά μέσα ή οδηγίες, πληροφορίες ή κατευθύνσεις ή στρατολογεί νέα μέλη, γνωρίζοντας ότι με τον τρόπο αυτό διευκολύνει ή υποβοηθά την τέλεση των εγκληματικών δραστηριοτήτων της οργάνωσης της παραγράφου 1.
5. Οι διατάξεις των παραγράφων 1, 2 και 4 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται και όταν οι προβλεπόμενες σε αυτό αξιόποινες πράξεις τελέσθηκαν στην αλλοδαπή από ημεδαπό ή στρέφονταν κατά Έλληνα πολίτη ή κατά νομικού προσώπου που εδρεύει στην ημεδαπή ή κατά του Ελληνικού Κράτους, ακόμη και αν αυτές δεν είναι αξιόποινες κατά τους νόμους της χώρας στην οποία τελέσθηκαν.
6. Στις περιπτώσεις καταδίκης για αξιόποινες πράξεις του παρόντος άρθρου, καθώς και για τα συναφή αδικήματα που συνεκδικάστηκαν με την ίδια απόφαση, η ποινή δεν αναστέλλεται ούτε μετατρέπεται με κανέναν τρόπο, τυχόν ασκηθείσα έφεση δεν έχει αναστέλλουσα ισχύ, εκτός αν το δικαστήριο, σε περίπτωση καταδίκης για το πλημμέλημα της παρ. 3 και τα συναφή πλημμελήματα ή κακουργήματα τα οποία επισύρουν πρόσκαιρες στερητικές της ελευθερίας ποινές, κρίνει με ειδική αιτιολογία ότι πρέπει να χορηγηθεί η ανασταλτική δύναμη της έφεσης. Στην τελευταία περίπτωση επιβάλλονται υποχρεωτικά οι κατάλληλοι περιοριστικοί όροι».
Η νομοθετική κατοχύρωση του αδικήματος της εγκληματικής οργάνωσης αποτελεί θεμελιώδη ποινική πρόβλεψη για την καταστολή της οργανωμένης εγκληματικότητας, η οποία άρχισε να αποκτά έντονη παρουσία από τη δεκαετία του 1980, με κορύφωση την εποχή γύρω από το 2000 – περίοδο κατά την οποία υπογράφηκε και η Σύμβαση του Παλέρμο σε διεθνές επίπεδο. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ακολούθησε σχετική Απόφαση-Πλαίσιο, βασισμένη στον ίδιο ορισμό, χωρίς όμως υποχρεωτικό χαρακτήρα για τα κράτη-μέλη. Η Ελλάδα ενσωμάτωσε τη ρύθμιση το έτος 2001, με την εισαγωγή του άρθρου 187 στον Ποινικό Κώδικα.
Έννομο αγαθό και νομικός σκοπός
Η κρατούσα άποψη στη θεωρία και τη νομολογία δέχεται πως το κύριο έννομο αγαθό που προστατεύεται είναι η δημόσια τάξη, καθώς η οργανωμένη εγκληματικότητα απειλεί τη συνοχή και τη λειτουργία του κοινωνικού συνόλου.
Προϋποθέσεις τέλεσης – Αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος
Για την πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης της εγκληματικής οργάνωσης (άρθρο 187 §1 ΠΚ) απαιτείται η ύπαρξη επιχειρησιακά δομημένης ομάδας, μεπραγματοπαγή δομήκαιδιαρκή εγκληματική δραστηριότητα. Δηλαδή, κάποια μέλη της ομάδας έχουν ήδη τελέσει ή προετοιμάζουν εγκληματικές ενέργειες, ενώ άλλα στοχεύουν σε μελλοντικές παράνομες πράξεις. Για παράδειγμα, εάν κάποιο μέλος δημιουργείπλαστά έγγραφα ταυτοποίησης για να διευκολύνει τις κινήσεις της ομάδας, αυτή η ενέργεια καταδεικνύει επιχειρησιακή ετοιμότητα.
Μορφές συμμετοχής – Συγκρότηση και ένταξη
Το αδίκημα είναιυπαλλακτικώς μεικτό κοινό έγκλημα, καθώς μπορεί να τελεστεί με διάφορους τρόπους:
- Συγκρότηση: αφορά την πρωτοβουλία για τη δημιουργία της οργάνωσης, χωρίς να απαιτείται η ενεργός συμμετοχή του πρωτεργάτη στις επόμενες ενέργειες της ομάδας.
- Ένταξη ως μέλους: προϋποθέτει την ύπαρξη ήδη συγκροτημένης οργάνωσης (τουλάχιστον τριών μελών) και την αποδοχή του νέου μέλους από την ομάδα. Η αποδοχή αυτή αποτελεί κρίσιμο στοιχείο για τη θεμελίωση της ένταξης. Κατά πάγια νομολογία, (π.χ. ΑΠ 1790/2020), μέλος είναι και αυτός που εντάσσεται εκ των υστέρων και υποτάσσει τη βούλησή του στην οργάνωση, χωρίς να απαιτείται συμμετοχή του στις επιμέρους εγκληματικές πράξεις.
Συνεπώς, σε περίπτωση που το ίδιο πρόσωπο συγκροτείκαι εντάσσεται στη δομή, επιβάλλεται μία ενιαία ποινή, λόγω της υπαλλακτικής μορφής του εγκλήματος.
Υποκειμενική υπόσταση – Δόλος και σκοπός
Πρόκειται για έγκλημα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση. Απαιτείται δόλος, οποιουδήποτε βαθμού, για τη συμμετοχή. Ωστόσο, η σκοπούμενη τέλεση κακουργημάτων είναι απαραίτητο στοιχείο της εγκληματικής οργάνωσης ως σύνολο – δεν απαιτείται να επιδιώκεται αυτοπροσώπως από κάθε μέλος, αρκεί αυτό να αποδέχεταιτη σχετική κατεύθυνση της ομάδας. Αυτή η διαφοροποίηση αποτελεί κρίσιμο σημείο απόκλισης σε σχέση με το παλαιότερο νομικό καθεστώς.
Συμμετοχή στο έγκλημα
- Η συναυτουργία αναγνωρίζεται μόνο κατά τη φάση της συγκρότησης της οργάνωσης, όχι όμως και κατά την ένταξη, η οποία συντελείται ατομικά.
- Η ηθική αυτουργία στοιχειοθετείται, εφόσον ο ηθικός αυτουργός ενεργεί με άμεσο δόλο α’ βαθμού, έχοντας πλήρη επίγνωση της στοχοθεσίας της οργάνωσης και την πρόθεση να υποκινήσει την τέλεση κακουργημάτων.
Απόπειρα – Πότε είναι δυνατή;
- Συγκρότηση: Απόπειρα στοιχειοθετείται μόνο όταν έχει προκύψει συγκεκριμένη ομάδα (τουλάχιστον τρία άτομα) και υπάρχουν στοιχεία έναρξης της εκτελέσεως. Η απλή πρόθεση ή αναζήτηση μελών δεν επαρκεί.
- Ένταξη: Νοείται απόπειρα όταν επιχειρείται η ένταξη στην οργάνωση, αλλά αυτή δεν γίνεται αποδεκτή, και συνεπώς δεν υφίσταται υποταγή της βούλησης.
Διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης – Επιβαρυντική περίσταση
Σύμφωνα με το άρθρο 187 §2 ΠΚ, αυξημένη ποινή προβλέπεται για εκείνον που διευθύνει την οργάνωση, ασκώντας επιρροή, εποπτεία ή καθοδήγηση επί των δραστηριοτήτων της.
Συγκριτική ανάλυση με τη συμμορία του άρθρου 187 §3 ΠΚ
Η συμμορία, όπως ορίζεται στη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 187 ΠΚ, συνιστά διακριτό έγκλημα, διαφοροποιούμενο σημαντικά από την εγκληματική οργάνωση:
Δομή και συγκρότηση
Ο νομοθέτης πλέον χρησιμοποιεί τον όρο «οργανώνεται»αντί για «ενώνεται», προκειμένου να αναδείξει την ανάγκη ύπαρξης έστω και στοιχειώδους οργανωτικής δομήςμεταξύ των μελών – δεν αρκεί απλή σύμπτωση προθέσεων. Παρά ταύτα, στη συμμορία δεν απαιτείταιηπλήρης επιχειρησιακή δομή που χαρακτηρίζει την εγκληματική οργάνωση. Οι διαπροσωπικές σχέσεις μεταξύ των μελών υπερισχύουν, και η ένωση μπορεί να είναι πρόσκαιρη και περιστασιακή.
Αριθμός μελών και διάρκεια
Για τη συγκρότηση συμμορίας δεν προαπαιτείται συμμετοχή τριών ή περισσότερων ατόμων, ούτε συγκεκριμένη διάρκεια στο χρόνο, σε αντίθεση με την εγκληματική οργάνωση.
Σκοπός και έννομες συνέπειες
Η συμμορία στοχεύει σε τουλάχιστον ένα κακούργημα ή πλημμέλημα, ακόμη και μη προσδιορισμένο, υπό την προϋπόθεση ότι αφορά:
- Οικονομικό ή άλλο υλικό όφελος,
- Προσβολή της ζωής, σωματικής ακεραιότητας, ανηλικότητας, προσωπικής ελευθερίας, ιδιοκτησίας ή περιουσίας.
Υποκειμενική υπόσταση
Απαιτείται δόλος, ακόμη και ενδεχόμενος, για την τέλεση του προγραμματισμένου εγκλήματος.