«1. Όποιος, με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία, επηρεάζοντας το αποτέλεσμα μιας διαδικασίας επεξεργασίας δεδομένων υπολογιστή:
α) με τη μη ορθή διαμόρφωση προγράμματος υπολογιστή,
β) με τη χωρίς δικαίωμα παρέμβαση σε πληροφοριακό σύστημα,
γ) με τη χρησιμοποίηση μη ορθών ή ελλιπών ψηφιακών δεδομένων υπολογιστή, ιδίως δεδομένων αναγνώρισης της ταυτότητας,
δ) με τη χωρίς δικαίωμα εισαγωγή, αλλοίωση, διαγραφή, μετάδοση ή εξάλειψη ορθών ψηφιακών δεδομένων υπολογιστή, ιδίως ψηφιακών δεδομένων αναγνώρισης της ταυτότητας, ή
ε) με τη χωρίς δικαίωμα αξιοποίηση λογισμικού προορισμένου για τη μετακίνηση χρημάτων ή νομισματικής αξίας τιμωρείται με φυλάκιση, και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) μηνών και χρηματική ποινή.
Αν η ζημία που προκλήθηκε υπερβαίνει συνολικά το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ, επιβάλλεται κάθειρξη έως δέκα (10) έτη και χρηματική ποινή.
2. Όποιος κατασκευάζει, διαθέτει ή κατέχει πρόγραμμα ή πληροφοριακό σύστημα που προορίζεται για τη διάπραξη του εγκλήματος της παρ. 1 τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο (2) έτη και χρηματική ποινή. Απαλλάσσεται από κάθε ποινή όποιος καταστρέφει με δική του θέληση το παραπάνω πρόγραμμα ή πληροφοριακό σύστημα πριν το χρησιμοποιήσει για τη διάπραξη του εγκλήματος της παρ. 1.
3. Αν η απάτη με υπολογιστή στρέφεται άμεσα κατά του νομικού προσώπου του Ελληνικού Δημοσίου, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και η ζημία που προκλήθηκε υπερβαίνει συνολικά το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ, επιβάλλεται κάθειρξη τουλάχιστον δέκα (10) ετών και χρηματική ποινή έως χίλιες (1.000) ημερήσιες μονάδες. Η πράξη αυτή παραγράφεται μετά είκοσι (20) έτη».
Η απάτη με υπολογιστή αποτελεί ένα ιδιώνυμο έγκλημα, το οποίο προστέθηκε στον Ποινικό Κώδικα ως άρθρο 386 Α με το άρθρο 5 του ν. 1805/1988 ενόψει της ραγδαίας ανάπτυξης της τεχνολογίας. Ως έγκλημα δομήθηκε κατ’ αντιστοιχία προς την απάτη του άρθρου 386 του ΠΚ με την οποία τελεί σε σχέση αλληλοαποκλεισμού και από την οποία διαφέρει κατά το ότι τελείται, όταν η περιουσιακή βλάβη επέρχεται ,όχι με την παραπλάνηση ενός φυσικού προσώπου, που είναι αρμόδιο να λαμβάνει αποφάσεις ή να διενεργεί έλεγχο ή να εγκρίνει ή να χορηγεί κ.λπ., αλλά αποκλειστικά και μόνο με τον επηρεασμό των στοιχείων του υπολογιστή, δηλαδή με την επέμβαση του δράστη κατά τον προγραμματισμό του συστήματος και την επεξεργασία των δεδομένων σε οποιαδήποτε φάση της λειτουργίας του υπολογιστή.
Η απάτη με υπολογιστή αποτελεί ένα πολύτροπο ή υπαλλακτικώς μικτό έγκλημα το οποίο τελείται α) είτε με τη μη ορθή διαμόρφωση του προγράμματος β) είτε με επέμβαση κατά την εφαρμογή του γ) είτε με τη χρησιμοποίηση μη ορθών ή ελλιπών στοιχείων και δ) είτε με οποιοδήποτε άλλο τρόπο. Ειδικώς ως προς την τελευταία αυτή περίπτωση θα πρέπει να λεχθεί ότι λόγω της ευρείας αυτής διατύπωσης του νόμου επιτρέπεται η υπαγωγή σ’ αυτήν και των περιπτώσεων επηρεασμού ακόμη και με μη σύννομη χρήση ορθών στοιχείων (δηλαδή κανονική αλλά χωρίς δικαίωμα εκτέλεσης προγράμματος). Στην περίπτωση αυτή υπάγεται και η ανάληψη χρημάτων από ΑΤΜ Τράπεζας από μη δικαιούμενο πρόσωπο (π.χ. με κλεμμένη μαγνητική κάρτα). Επομένως, επηρεασμό συνιστά και οποιαδήποτε χωρίς δικαίωμα επεξεργασία των δεδομένων του υπολογιστή, που οδηγεί σε αποτέλεσμα διαφορετικό από εκείνο που προσδοκάται με τη νόμιμη χρήση, όπως η περίπτωση που αναφέρεται διεθνώς υπό τον όρο “skimming” (ΑΠ 131/2013 βλ. σχετ. Χρ. Μυλωνόπουλου Ποινική Δικονομία έκδ. 2016 σελ.522, Μιχ. Μαργαρίτη Ποιν.Κώδικας έκδ. 24 – 2014 σελ.1325).
Άμεσο αποτέλεσμα της ως άνω εγκληματικής συμπεριφοράς του δράστη αποτελεί ο “επηρεασμός” των στοιχείων του υπολογιστή (κατ’ αντιστοιχία προς την “πλάνη” της κοινής απάτης), η έναρξη του οποίου συνιστά αρχή εκτέλεσης του εγκλήματος και ο οποίος με τη σειρά του πρέπει να οδηγήσει άμεσα στη βλάβη ξένης περιουσίας, προς όφελος του δράστη ή τρίτου.
Για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος αρκεί δόλος ως προς όλα τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασή του, χωρίς να απαιτείται ειδικότερα (όπως στην κοινή απάτη) γνώση του δράστη για την αναλήθεια των στοιχείων που χρησιμοποιεί. Η απάτη με υπολογιστή αποτελεί περαιτέρω έγκλημα σκοπού (υπερχειλούς υποκειμενικής υπόστασης), διότι ο δράστης πρέπει να έχει σκοπό παράνομου περιουσιακού οφέλους για τον εαυτό του ή τρίτον (1087/2019 Α.Π.).