Στυλιανός Σμπώκος Δικηγόρος - Logo

Νομική Αντιμετώπιση Ναρκωτικών Ουσιών στην Ελλάδα

Το ελληνικό ποινικό δίκαιο ακολουθεί αυστηρή γραμμή ως προς την πρόληψη και καταστολή των εγκλημάτων που σχετίζονται με τις ναρκωτικές ουσίες. Το βασικό θεσμικό πλαίσιο διαμορφώνεται από τον Νόμο 4139/2013 περί εξαρτησιογόνων ουσιών, όπως αυτός έχει τροποποιηθεί και συμπληρωθεί με νεότερες διατάξεις, μεταξύ των οποίων και ο Ν. 4855/2021, που επέφερε σημαντικές αλλαγές στον Ποινικό Κώδικα. Σκοπός του νομοθέτη είναι η οριοθέτηση των μορφών παραβατικής συμπεριφοράς που συνδέονται με τα ναρκωτικά, η διαφοροποιημένη ποινική αξιολόγησή τους και η παροχή δυνατοτήτων θεραπευτικής προσέγγισης στους εξαρτημένους χρήστες.

Στο ισχύον δίκαιο, οι ναρκωτικές ουσίες κατατάσσονται σε κατηγορίες, ανάλογα με τη φαρμακολογική τους ισχύ και την επικινδυνότητα που παρουσιάζουν για τη δημόσια υγεία. Η πρώτη κατηγορία περιλαμβάνει τις λεγόμενες ήπιες ουσίες, όπως η κάνναβη και τα παράγωγά της, οι οποίες όμως εξακολουθούν να υπάγονται στο πεδίο του ποινικού ελέγχου. Στην επόμενη κατηγορία εντάσσονται ουσίες με ισχυρή εθιστική δράση, όπως η ηρωίνη, η κοκαΐνη, τα LSD και οι μεθαμφεταμίνες. Ιδιαίτερη θέση καταλαμβάνουν τα συνθετικά ναρκωτικά, τα οποία, μολονότι συχνά έχουν παρόμοια επίδραση με τις κλασικές ουσίες, είναι χημικά τροποποιημένα και συχνά δυσχερώς ανιχνεύσιμα. Η νομοθεσία προβλέπει ποινικές κυρώσεις για την κατοχή, χρήση, καλλιέργεια, παραγωγή και διακίνηση αυτών των ουσιών, με την ποινική μεταχείριση να διαφοροποιείται, ανάλογα με τη βαρύτητα του αδικήματος και την προσωπική κατάσταση του δράστη.

Η διακίνηση ναρκωτικών αποτελεί ένα από τα σοβαρότερα εγκλήματα του ελληνικού ποινικού δικαίου. Η βασική μορφή της πράξης αυτής –που περιλαμβάνει ενέργειες όπως η πώληση, η αποθήκευση, η μεταφορά, η εισαγωγή ή εξαγωγή ναρκωτικών– επισύρει ποινή κάθειρξης από οκτώ έως είκοσι έτη και επιβολή σημαντικού χρηματικού προστίμου.

Σε ορισμένες περιπτώσεις, η ποινική ευθύνη εντείνεται περαιτέρω, εφόσον συντρέχουν επιβαρυντικές περιστάσεις. Τέτοιες περιπτώσεις αφορούν, για παράδειγμα, τη διακίνηση προς ανήλικους, την εμπλοκή οργανωμένου κυκλώματος, τη διακίνηση σε χώρους υψηλής κοινωνικής ευαισθησίας όπως σχολεία ή στρατόπεδα ή τη διακίνηση πολύ μεγάλων ποσοτήτων. Στις περιπτώσεις αυτές, ο νόμος προβλέπει ακόμη και την επιβολή ισόβιας κάθειρξης, καθώς και αυξημένες χρηματικές ποινές. Όταν ο δράστης διαδραματίζει ηγετικό ρόλο εντός εγκληματικής οργάνωσης που δραστηριοποιείται στον τομέα των ναρκωτικών, η ποινή της ισόβιας κάθειρξης επιβάλλεται υποχρεωτικά, χωρίς δυνατότητα αναγνώρισης ελαφρυντικών ή μείωσης ποινής.

Η νομοθεσία λαμβάνει υπόψη την ιδιαιτερότητα της εξάρτησης και υιοθετεί ένα πιο ήπιο πλαίσιο για τους χρήστες που έχουν ενταχθεί ή προτίθενται να ενταχθούν σε προγράμματα θεραπείας. Το δικαστήριο έχει τη διακριτική ευχέρεια να αναστείλει την εκτέλεση της ποινής, εφόσον ο κατηγορούμενος ακολουθεί αποδεδειγμένα πορεία απεξάρτησης. Εάν πρόκειται για εξαρτημένο άτομο που εμπλέκεται σε διακίνηση μικρών ποσοτήτων με σκοπό την κάλυψη των προσωπικών του αναγκών, αναγνωρίζεται ειδικό καθεστώς επιεικέστερης ποινικής αντιμετώπισης. Για να αναγνωριστεί κάποιος ως εξαρτημένος χρήστης απαιτείται η ιατροδικαστική διαπίστωση της κατάστασης από ειδικό επιστήμονα, βάσει κλινικής εξέτασης και γνωμάτευσης.

Σε περίπτωση σύλληψης για αδικήματα που συνδέονται με τη νομοθεσία περί ναρκωτικών, η ποινική διαδικασία ενεργοποιείται άμεσα. Ο ύποπτος οδηγείται ενώπιον του αρμόδιου ανακριτή, ο οποίος, αναλόγως των ενδείξεων, μπορεί να αποφασίσει για την προσωρινή του κράτηση ή την προφυλάκιση. Η υπόθεση εκδικάζεται από το αρμόδιο ποινικό δικαστήριο, με βάση τη βαρύτητα της πράξης. Σε περίπτωση καταδικαστικής απόφασης, παρέχεται πάντοτε το δικαίωμα άσκησης έφεσης ενώπιον ανώτερου δικαστηρίου.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η διάταξη του άρθρου 27 του Νόμου 4139/2013, η οποία επιτρέπει την ευνοϊκή μεταχείριση κατηγορουμένων που συνεργάζονται ενεργά με τις Διωκτικές Αρχές, αποκαλύπτοντας στοιχεία ή πρόσωπα που εμπλέκονται σε εγκληματική δραστηριότητα σχετική με ναρκωτικά. Η συνεργασία αυτή μπορεί να αποτελέσει ελαφρυντικό στοιχείο και να οδηγήσει σε σημαντική μείωση της ποινής.

Οι κατηγορούμενοι για εγκλήματα σχετιζόμενα με ναρκωτικές ουσίες διατηρούν, κατά τη διάρκεια όλων των σταδίων της ποινικής διαδικασίας, τα θεμελιώδη δικαιώματά τους. Έχουν δικαίωμα να εκπροσωπούνται από συνήγορο από την πρώτη στιγμή της ανάκρισης, να τηρούν σιγή μέχρι να προετοιμάσουν την υπερασπιστική τους γραμμή και να ζητήσουν πραγματογνωμοσύνη από ειδικούς ιατρούς, ιδίως για την απόδειξη πιθανής εξάρτησης.

Η παράνομη πώληση, αγορά και κατοχή εξαρτησιογόνων ουσιών

Όσον αφορά στην “αγορά” εξαρτησιογόνων ουσιών, πραγματώνεται με την κατά τους όρους του άρθρου 513 του ΑΚ μεταβίβαση της κυριότητας της ναρκωτικής ουσίας και την για το σκοπό αυτό, παράδοση της από τον πωλητή στον αγοραστή, με το τίμημα που συμφωνήθηκε (ΑΠ 12/2024). Με τον όρο «κατοχή» νοείται η φυσική εξουσίαση των ναρκωτικών από το δράστη, ώστε να μπορεί κάθε στιγμή να διαπιστώσει την ύπαρξή τους και να τα διαθέτει κατά βούληση σε τρίτους (ΑΠ 422/2023, ΑΠ 1094/2022, ΑΠ 127/2022, ΑΠ 483/2020). Η φυσική εξουσίαση δεν πληρούται μόνο με τη σωματική επαφή του δράστη με τη ναρκωτική ουσία, αλλά αρκεί το γεγονός ότι ο δράστης βρέθηκε σε τοπική εγγύτητα προς τη συγκεκριμένη ποσότητα των ναρκωτικών, η οποία του επιτρέπει να τη διαθέτει κατά βούληση.

Για την θεμελίωση της τέλεσης του εγκλήματος της πώλησης, της αγοράς και της κατοχής ναρκωτικών ουσιών, δεν απαιτείται ακριβής προσδιορισμός 1) της ποσότητας (βάρους) των ναρκωτικών, αφού ο νόμος δεν συνδέει ούτε την τέλεσή τους, ούτε το ύψος της ποινής με την ποσότητα (βάρος) των ναρκωτικών (ΑΠ 735/2022), 2) του χρόνου τέλεσης της πράξης, αν δεν τίθεται θέμα παραγραφής, 3) του επιτευχθέντος τιμήματος 4) της ταυτότητας των πωλητών ή αγοραστών (ΑΠ 12/2024, ΑΠ 1142/2023, ΑΠ 1030/2023, ΑΠ 1007/2023, ΑΠ 679/2023, ΑΠ 5/2023, ΑΠ 1495/2022).

Για την υποκειμενική θεμελίωση του εγκλήματος απαιτείται δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση της ιδιότητας των ουσιών ως ναρκωτικών και τη θέληση ή αποδοχή του δράστη να τελέσει τη πράξη, με την οποία πραγματώνεται η αντικειμενική υπόσταση. Ειδικότερη αιτιολογία για το υποκειμενικό στοιχείο του δόλου δεν απαιτείται, διότι ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση του δράστη να πραγματώσει τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και επομένως, εξυπακούεται ότι υπάρχει αυτός στην πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, διαλαμβάνεται δε περί αυτού (δόλου) αιτιολογία στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή,

Κατά δε το άρθρο 29 του ίδιου ως άνω νόμου 4139/2013 «1. Όποιος, για δική του αποκλειστικά χρήση, με οποιονδήποτε τρόπο προμηθεύεται ή κατέχει ναρκωτικά, σε ποσότητες που δικαιολογούνται μόνο για την ατομική του χρήση ή κάνει χρήση αυτών ή καλλιεργεί φυτά κάνναβης σε αριθμό ή έκταση που δικαιολογούνται μόνο για την ατομική του χρήση, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι πέντε (5) μηνών. Η διαπίστωση του σκοπού εξυπηρέτησης της δικής του αποκλειστικά χρήσης γίνεται με συνεκτίμηση του είδους, της καθαρότητας και της ποσότητας του συγκεκριμένου ναρκωτικού, σε συνδυασμό με τη συχνότητα χρήσης, το χρόνο χρήσης, την ημερήσια δόση και τις ιδιαίτερες ανάγκες χρήσης του συγκεκριμένου χρήστη. 2. Ο δράστης της πράξης της προηγούμενης παραγράφου μπορεί να κριθεί ατιμώρητος, εάν το δικαστήριο, εκτιμώντας τις περιστάσεις τέλεσης της πράξης και την προσωπικότητα του δράστη, κρίνει ότι η αξιόποινη πράξη ήταν εντελώς περιστασιακή και δεν είναι πιθανόν να επαναληφθεί (…..)».

Υπεύθυνη & αποτελεσματική νομική υποστήριξη

Επικοινωνήστε με το δικηγορικό μας γραφείο για πλήρη νομική κάλυψη